τανύγναθος

τανύγναθος
ο, Ν
ζωολ. γένος ψιττακόμορφων πτηνών με πράσινο πτέρωμα ποικιλμένο με κυανό και κίτρινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tanygnathus (< θ. τανν-, πρβλ. τάνυμαι, + γνάθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”